προδότρια

προδότρια
(I)
η, Ν
βλ. προδότης.
————————
(II)
ἡ, Μ
βλ. προδοτήρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προδοτήρ — ῆρος, ὁ, και θηλ. τ. προδότρια, Μ ο προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προδο τού προδίδωμι (πρβλ. προδο σία, προδό της) + επίθημα τήρ (πρβλ. αποδο τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • προδότης — ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, ιδος, Α [προδίδωμι] 1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.) 2. αυτός …   Dictionary of Greek

  • προμηνυτής — ὁ, θηλ. προμηνύτρια, Α [προμηνύω] 1. (το αρσ.) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά 2. το θηλ. α) αυτή που προαναγγέλλει κάτι β) η προδότρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”